- φυσομάνημα
- φυσομανητό τό1) сильный ветер; 2) прерывающееся, прерывистое дыхание (при сильном гневе, ярости)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυσομάνημα — φυσομάνημα, το και φυσομανητό, το φύσημα δυνατό και αδιάκοπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυσομάνημα — το, Ν [φυσομανώ] ισχυρό και συνεχές φύσημα … Dictionary of Greek
φυσομανητό — το, Ν [φυσομανώ] φυσομάνημα … Dictionary of Greek